καλλιαρχώ

καλλιαρχώ
καλλιαρχῶ, -έω (Α)
είμαι πρόεδρος τού δικαστηρίου κάλλιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανον-αρχώ, ναυ-αρχώ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάλλιον — (I) κάλλιον (AM) 1. (ουδ. συγκρ. βαθμού τού επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο 2. (ως επίρρ.) καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων]. (II) κάλλιον, τὸ (Α) (στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”